- αἰγόπλαστος
- αἰγό-πλαστος, ον,A goat-shaped, Ps.-Emp.Sphaer.140.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιγόπλαστος — αἰγόπλαστος, ον (Α) αυτός που έχει σχήμα κατσίκας … Dictionary of Greek
αἰγόπλαστα — αἰγόπλαστος goat shaped neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)